πύρρα

πύρρα
I
Όνομα μυθολογικών προσώπων.
1. Κόρη του Επιμηθέα και της Πανδώρας, σύζυγος του Δευκαλίωνα, μητέρα του Έλληνα, του Άμφικτίονα και της Πρωτογένειας.
2. Κόρη του Κρέοντα, βασιλιά της Θήβας, και αδελφή της Ηνιόχης.
3. Άλλη ονομασία της Δηιδάμειας, συζύγου του Αχιλλέα.
II
Όνομα αρχαίων πόλεων.
1. Πόλη της θεσσαλικής Φθίας. Στους ιστορικούς χρόνους τής άλλαξαν όνομα και την ονόμασαν Μελίτεια. Στην Π. έδειχναν τον τάφο του Έλληνα, που ήταν γιος του Δευκαλίωνα και της Πύρρας.
2. Πόλη της Καρίας, στα A της Μιλήτου.
3. Πόλη της Λέσβου, στο σημερινό κόλπο της Καλλονής.
III
Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.000 μ.) του νομού Τρικάλων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (32 τ. χλμ.).
* * *
ἡ, ΝΑ [πυρρός]
ως κύριο όν. Πύρρα
κόρη τού Επιμηθέως και τής Πανδώρας και σύζυγος τού Δευκαλίωνος
αρχ.
1. ως κύριο όν. μυθική ονομασία τής Θεσσαλίας προερχόμενη από τον μύθο τής Πύρρας και τού Δευκαλίωνος
2. (ως προσηγορ.) είδος πτηνού με κόκκινο χρώμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πύρρα — πύρρᾱ , πύρρα a red coloured bird fem nom/voc/acc dual πύρρᾱ , πύρρα a red coloured bird fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πύρρα — Πύρρᾱ , Πύρρα a red coloured bird fem nom/voc/acc dual Πύρρα a red coloured bird fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πύρρᾳ — Πύρραι , Πύρρα a red coloured bird fem nom/voc pl Πύρρᾱͅ , Πύρρα a red coloured bird fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύρρᾳ — πύρραι , πύρρα a red coloured bird fem nom/voc pl πύρρᾱͅ , πύρρα a red coloured bird fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρρά — πυρρός flame coloured neut nom/voc/acc pl (ionic) πυρρά̱ , πυρρός flame coloured fem nom/voc/acc dual (ionic) πυρρά̱ , πυρρός flame coloured fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρρᾷ — πυρράζω to be fiery red fut ind mid 2nd sg (epic) πυρράζω to be fiery red fut ind act 3rd sg (epic) πυρρός flame coloured fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πύρρας — Πύρρᾱς , Πύρρα a red coloured bird fem acc pl Πύρρᾱς , Πύρρα a red coloured bird fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύρρας — πύρρᾱς , πύρρα a red coloured bird fem acc pl πύρρᾱς , πύρρα a red coloured bird fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύρραν — πύρρᾱν , πύρρα a red coloured bird fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Пирра — (Πύρρα) дочь Эпиметея и Пандорфы, жена Девкалиона (см.) …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”